- κουζινέτο
- το1. υποκορ. του κουζίνα μικρή κουζίνα.2. έδρανο μηχανών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουζινέτο — το 1. μικρή συσκευή που χρησιμοποιείται για μαγείρεμα 2. έδρανο περιστρεφόμενου άξονα ή άλλου εξαρτήματος μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. coussinet < γαλλ. cousin] … Dictionary of Greek
προσκέφαλο — το, Ν 1. κατασκεύασμα σε σχήμα μικρού σάκου που μπαίνει κάτω από το κεφάλι για να τό στηρίξει κατά τον ύπνο ή κατά την ανάπαυση, μαξιλάρι 2. οποιοδήποτε αντικείμενο ανάλογης χρήσης ή σχήματος που τοποθετείται κάτω από το κεφάλι κοιμισμένου,… … Dictionary of Greek
προσκεφάλαιο — το / προσκεφάλαιον, ΝΜΑ προσκέφαλο, μαξιλάρι νεοελλ. τεχνολ. έδρανο πάνω στο οποίο επικάθεται και περιστρέφεται η άτρακτος μιας μηχανής, αλλ. κουζινέτο αρχ. 1. οτιδήποτε τοποθετείται κάτω από ένα μέλος τού σώματος για ανάπαυση («οὐαὶ ταῑς… … Dictionary of Greek
τζόγος — ο, Ν 1. χαρτοπαιξία 2. (κατ επέκτ.) κάθε τυχερό παιχνίδι 3. τεχνολ. ελλειπής εφαρμογή, παίξιμο («ο άξονας έχει λίγο τζόγο με το κουζινέτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giuoco, βεν. zogo «παιχνίδι, γύρος») … Dictionary of Greek
τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek
τρόχος — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek
έδρανο — το 1. κάθισμα για δύο ή περισσότερα άτομα, καναπές, πάγκος, παγκάκι. 2. (μηχανολ.), σιδερένιο σταθερό στήριγμα, που υποβαστάζει άξονα μηχανής που περιστρέφεται, το κουζινέτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριβέας — ο 1. μέρος μηχανών και εργαλείων, όπου στηρίζεται και περιστρέφεται κινητός άξονας, το κουζινέτο. 2. μηχανική συσκευή για το σπάσιμο σκληρών υλικών σε μικρότερα κομμάτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)